οδοντώνω

οδοντώνω
(ΑΜ ὀδοντῶ, -όω) [οδούς]
καθιστώ ένα μηχάνημα ή ένα εργαλείο οδοντωτό
νεοελλ.
ενώνω δύο ξύλινα ή μεταλλικά τεμάχια με προσαρμογή τών προεξοχών τού ενός στις εσοχές τού άλλου με ήλωση ή με συγκόλληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οδόντωμα — το 1. το τμήμα που προεξέχει στο άκρο ξύλινων, μαρμάρινων ή μεταλλικών εξαρτημάτων και χρησιμεύει στη συνένωσή τους με άλλα όμοια, με εναλλασσόμενη προσαρμογή τών εσοχών τού ενός στις εξοχές τού άλλου 2. η οδόντωση τού οδοντωτού τροχού 3. το… …   Dictionary of Greek

  • οδόντωση — η [οδοντώνω] 1. η εμφάνιση τών πρώτων δοντιών στον άνθρωπο, η οδοντοφυΐα 2. εγκοπές και προεξοχές με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύζευξη μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων 3. τεχνολ. το σύνολο τών εγκοπών και τών προεξοχών, δηλαδή τών δοντιών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”